- υστεροπηξία
- η(ιατρ.), χειρουργική επέμβαση, με την οποία η υστέρα (η μήτρα) σε περιπτώσεις μετατόπισης ή πρόσπτωσής της στερεώνεται στην κανονική της θέση με ράψιμό της στο μπροστινό τοίχωμα της κοιλιάς (κοιλιακή υστεροπηξία) ή του κόλπου (κολπική υστεροπηξία), η υστεροπηγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.